Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Η γαλλίδα συγγραφέας Μαργκερίτ Γιουρσενάρ

 

 

 Η πρώτη γυναίκα μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας!

   Η πολυτάλαντη προσωπικότητα της περίφημης μυθιστοριογράφου, διηγηματογράφου, δοκιμιογράφου, ποιήτριας, δραματουργού και μεταφράστριας θα την έκανε την πρώτη γυναίκα που εκλέχτηκε ποτέ μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, σπάζοντας μια παράδοση 345 ετών! 


Μια από τις κορυφαίες λογοτεχνικές μορφές της Γαλλίας του 20ού αιώνα, η αεικίνητη Γιουρσενάρ θα ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο για όλη της σχεδόν τη ζωή, απαθανατίζοντας με την πένα της μια σειρά από ιστορικά γεγονότα, κάτω από τον μυθιστορηματικό φυσικά μανδύα.
Σήμα-κατατεθέν του λογοτεχνικού της ύφους δεν θα είναι άλλο από την ανασυγκρότηση ιστορικών εποχών, μπολιάζοντάς τες με σύγχρονα θέματα, γεγονός που θα την εκτόξευε στη φήμη.
Η συνεισφορά της στην παγκόσμια λογοτεχνία αναγνωρίστηκε μέσα από αναρίθμητες διακρίσεις, αλλά και την ενασχόλησή της φυσικά με τα πάντα σχεδόν: μυθιστορήματα, διηγήματα, ποιήματα, θεατρικά έργα, μελέτες, δοκίμια, άρθρα, αλλά και σημαντικό μεταφραστικό έργο...
Πρώτα χρόνια

Η Μαργκερίτ ντε Κραγιενκούρ γεννιέται στις Βρυξέλλες στις 8 Ιουνίου 1903 σε μια οικογένεια αριστοκρατικής καταγωγής: ο πατέρας της ήταν αξιωματικός του γαλλικού στρατού, η μητέρα της θα πεθάνει ωστόσο 10 μόλις μέρες μετά τη γέννηση της Μαργκερίτ. Μέχρι το 1912, η μικρή μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στο Βέλγιο, στο σπίτι της θείας της, και στη Βόρεια Γαλλία, όπου διαμένει σε οικογενειακούς φίλους. Μετά το '12 εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στο Παρίσι με τον πατέρα της.
Η καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειας θα επιτρέψει τα μαθήματα κατ' οίκον στη μικρή Μαργκερίτ, η οποία ταυτοχρόνως διαβάζει ό,τι πέσει στα χέρια της, επισκέπτεται μουσεία και παρακολουθεί εκτεταμένα το κλασικό ρεπερτόριο του θεάτρου. Το 1914 θα τη βρει στην Αγγλία, όπου περνάει έναν ολόκληρο χρόνο για να μάθει τη γλώσσα και να επισκεφτεί χώρους ιστορικού και πολιτιστικού ενδιαφέροντος.
Επιστρέφοντας στο Παρίσι, ο πατέρας της ξεκινά να της μαθαίνει αρχαία ελληνικά, με την ίδια να εμβαθύνει τις γνώσεις της με κατ' οίκον δασκάλους. Η επίσημη εκπαίδευσή της θα πάρει τέλος το 1919 όταν παίρνει έναν τίτλο εφάμιλλο του πτυχίου.
Πρώτα λογοτεχνικά έργα

Η Μαργκερίτ αρχίζει να γράφει από μικρή ηλικία, με την πρώτη της ποιητική συλλογή, «Ο Κήπος των Χιμαιρών» (Le Jardin des Chimères), να εκδίδεται το 1921, με την ίδια σε ηλικία μόλις 19 ετών. Η δεύτερη ποιητική της δουλειά, το «Les Dieux ne sont pas morts», κυκλοφορεί το 1922, μεταφέροντας στη σύγχρονη εποχή αρχαιοελληνικούς μύθους.
Τον καιρό αυτό (1920-1940) γράφει και ταξιδεύει ασταμάτητα, με τα χειρόγραφα της εποχής αυτής να μετατρέπονται σε βιβλία κάπου 30 χρόνια αργότερα! Το πρώτο της μυθιστόρημα, «Ο Αλέξης» (Alexis), εκδίδεται το 1929 για να πει την ιστορία ενός αφοσιωμένου ομοφυλόφιλου καλλιτέχνη που δέχεται τη δριμεία κριτική της οικογένειάς του. Την ίδια εποχή αναπτύσσει τη μεγάλη αγάπη της για τα ταξίδια, με τη Μαργκερίτ να περνά πολλά χρόνια της ζωής της ταξιδεύοντας και γνωρίζοντας καινούριους πολιτισμούς. Ταυτοχρόνως, υιοθετεί το λογοτεχνικό της ψευδώνυμο «Γιουρσενάρ», που ήταν αναγραμματισμός του πραγματικού της επιθέτου, και το 1947 θα το κάνει το επίσημο επίθετό της.
Β' Παγκόσμιος Πόλεμος και μετανάστευση στις ΗΠΑ

Γλιτώνοντας από το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου, η Γιουρσενάρ θα μετακινηθεί το 1942 στον Νέο Κόσμο, έχοντας στο πλευρό της την πιστή της φίλη Grace Frick, η οποία θα μετέφραζε κατόπιν τις σημαντικές λογοτεχνικές δουλειές της στα αγγλικά.
Ανοιχτά ομοφυλόφιλη, η Γιουρσενάρ θα συνδεόταν ερωτικά με τη Frick και θα παρέμεναν ζευγάρι για 4 σχεδόν δεκαετίες, μέχρι τον θάνατο της τελευταίας το 1979. Οι δυο τους εγκαταστάθηκαν στο ξύλινο σπίτι που αγόρασαν στο Μέιν, όπου και θα παραμείνει η Μαργκερίτ μέχρι το τέλος.
Συγγραφικές επιτυχίες

Η επίσκεψή της στο Λονδίνο το 1937 θα την έφερνε σε επαφή με το έργο της Βιρτζίνια Γουλφ, με τη γαλλίδα συγγραφέα να μεταφράζει στα γαλλικά έργα της Γουλφ. Κατόπιν θα μεταφράσει βιβλία του Χένρι Τζέιμς.
Το 1951 η Γιουρσενάρ εκδίδει στη Γαλλία το πλέον περίφημο ίσως βιβλίο της, τα «Απομνημονεύματα του Ανδριανού», το οποίο έγραφε -με διαλείμματα- για περισσότερο από 10 χρόνια. Η μυθιστορηματική βιογραφία του ρωμαίου αυτοκράτορα θα είχε αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία, ενώ ταυτοχρόνως θα συναντήσει διθυραμβικές κριτικές. Σήμερα αναγνωρίζεται ως κλασικό έργο της μοντέρνας περιόδου.
Η εκτεταμένη ταξιδιωτική της περίοδος και οι μνήμες από το παρελθόν προμήθευαν συνεχώς τη συγγραφέα με νέο υλικό. Ας μην ξεχνάμε ότι η δεκαετία του '20 και του '30 αφιερώθηκε σχεδόν εξολοκλήρου στα ταξίδια! Όντας στην Ιταλία, για παράδειγμα, έζησε από πρώτο χέρι την άνοδο του Μουσολίνι, με τις σημαντικές γνώσεις της για τον φασισμό να απαθανατίζονται στο βιβλίο του 1934 «Ο Οβολός του Ονείρου» (Denier du rêve), που θα ξαναδουλέψει την περίοδο 1958-1959.

Οι ταξιδιωτικές της περιπέτειες στην προπολεμική Γερμανία, την Ελβετία και την Ανατολική Ευρώπη, με τους πολιτικούς μετασχηματισμούς της εποχής να αλλάζουν δραστικά το ευρωπαϊκό τοπίο, βρήκαν τη θέση τους στο δοκιμιακό της έργο: δημοσιεύει πολυάριθμα άρθρα και δοκίμια σε έγκριτες επιθεωρήσεις πάνω στην παρακμή του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Και τα διηγήματά της είναι ωστόσο επηρεασμένα από το ταραγμένο κλίμα της εποχής.
Η ώριμη Γιουρσενάρ αφήνει τους κλασικούς συγγραφείς κατά μέρος, αρχίζοντας πλέον να ασχολείται με σύγχρονες πένες, αλλά και σοσιαλιστικές και αναρχικές θεωρίες, με αποτέλεσμα οι απόψεις της να παίρνουν πλέον έναν σαφή αριστερό προσανατολισμό.

Πραγματικά αεικίνητη, η Γιουρσενάρ ήταν ιδιαίτερα γόνιμη, βρίσκοντας πάντα χρόνο να σκέφτεται, να διαβάζει και να γράφει, κι όλα αυτά την ώρα που ταξίδευε συνεχώς! Στην επίσκεψή της στην Ελλάδα το 1936, για παράδειγμα, συγγράφει τις «Φωτιές» (Feux), μια σειρά αφορισμών πάνω στο θέμα του πάθους και κυρίως του σαρκικού πάθους. Όντας στο ιταλικό νησί Κάπρι το 1938, συγγράφει τη «Χαριστική Βολή» (Le Coup de grâce - 1939), ένα μυθιστόρημα πάνω στον ρωσικό εμφύλιο.
Η σχέση της Γιουρσενάρ με την Ελλάδα ήταν μάλιστα ιδιαίτερα στενή, με την αγάπη της για τον ελληνικό πολιτισμό να μένει παροιμιώδης. Η ίδια ήταν που επιμελήθηκε ανθολογία ελληνικής ποίησης και στη Γιουρσενάρ οφείλεται η κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη, μέσω της μετάφρασης όλων των ποιημάτων του. Η Ελλάδα ήταν πάντα ένας από τους αγαπημένους της προορισμούς στα αναρίθμητα ταξίδια της.
Τελευταία χρόνια

Οι ταξιδιωτικές της περιπέτειες δεν θα έπαιρναν βέβαια τέλος όταν μετανάστευσε στην Αμερική. Στις ΗΠΑ επισκέπτεται όλο σχεδόν τον Νότο και έρχεται σε επαφή με τις τραγικές συνθήκες ζωής του αφρο-αμερικανικού πληθυσμού, γεγονός που θα αποτυπώσει στη γαλλική έκδοση μιας ανθολογίας από «μαύρα» spirituals (1964).
Ταυτοχρόνως, ταξιδεύει στο Σικάγο και τις μεσο-δυτικές πολιτείες για να διδάξει λογοτεχνία στο Κολέγιο Sarah Lawrence (1942-1949). Για να ολοκληρώσει μάλιστα τα «Απομνημονεύματα του Ανδριανού» και τα άλλα ιστορικά της μυθιστορήματα («Η Άβυσσος», L'Oeuvre au noir - 1968) βυθίζεται για μακρό χρονικό διάστημα στις βιβλιοθήκες του Πανεπιστημίου Γέιλ και άλλων ερευνητικών κέντρων.

Ακολουθούν τα αυτοβιογραφικά «Ευλαβικές αναμνήσεις» (Souvenirs pieux - 1974), «Αρχεία του Βορρά» (Archives du Nord - 1977) και «Τι; Η αιωνιότητα» (Quoi? L'Éternité - 1988), με τα γραπτά της να εισάγουν μια νέα φόρμα σύγχρονου κλασικισμού.
Η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ βραβεύτηκε εκτεταμένα για το λογοτεχνικό της έργο από τη Γαλλία, το Βέλγιο και τις ΗΠΑ, την ίδια ώρα που της απονεμήθηκε τιμητικά ο τίτλος του καθηγητή από το Smith College, το Colby College και το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, με την ίδια να γίνεται μέλος της Βελγικής Ακαδημίας (1979), της Γαλλικής Ακαδημίας (1980) και της Αμερικανικής (1982).

Η εκλογή της μάλιστα ως μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας έμελλε να σταθεί ορόσημο: ο περίβλεπτος θεσμός έσπασε μια παράδοση 345 ετών όταν δέχθηκε τη Γιουρσενάρ ως την πρώτη γυναίκα ανάμεσα στους σαράντα «αθανάτους». Το ανέκδοτο της εποχής θέλει την ανδροκρατούμενη Ακαδημία να αναγκάζεται να αλλάξει τις επιγραφές της τουαλέτας σε «Ανδρών» και «Γιουρσενάρ»!

Η περίφημη συγγραφέας πέθανε στις 17 Δεκεμβρίου 1987, σε ηλικία 84 ετών, από επιπλοκές που ακολούθησαν εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο πρόεδρος της Γαλλίας Ζακ Σιράκ σχολίασε: «Τα γαλλικά γράμματα έχασαν μόλις μια εξαιρετική γυναίκα».